Magneticamente - ορισμός. Τι είναι το Magneticamente
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Magneticamente - ορισμός


Magneticamente      
adv.
De modo magnético; irresistivelmente.
Magnético         
FENÓMENO FÍSICO
Magnético; Magnetização; Magnética; Dipolo magnético; Materiais magnéticos macios; Materiais magneticos macios; Material magnético macio; Imantação (magnetismo); Magnéticas; Classe magnética; Ferrimagnetismo; Ferrimagnético
adj.
Relativo ao magnete ou ao magnetismo.
Que tem a propriedade attractiva do magnete.
Fig.
Attrahente; encantador: olhos magnéticos.
(Lat. magneticus)
magnético      
adj. (-1699 cf. Alma)
1 relativo a magneto ou a magnetismo
2 capaz de atrair o ferro
3 que exerce atração
4 relativo a práticas do magnetismo para fins terapêuticos e adivinhatórios
5 relativo ao magnetismo animal, de Mesmer
6 fig. que exerce forte e inexplicável atração; encantador, fascinante
uma presença m. um olhar m.
-etim gr. magnétikós,ê,ón 'de ou relativo a magneto', pelo lat. magnetìcus,a,um 'que atrai, que tem magneto'; ver magnet(i/o)- -sin/var ver antonímia de maçante -ant ver sinonímia de maçante Ç noção de 'magnético', usar antepos. magnet(i/o)-